1. Έννοια
  2. Χωριό (Αγγλική)
  3. Γεωγραφικοί τύποι ονομάτων
  4. Greek
    • Χωριό θεωρείται αυτοτελής αγροτικός οικισμός με παραδοσιακή ή σύγχρονη συγκέντρωση, τουλάχιστον 10 κανονικών κατοικιών μόνιμης και ανεξάρτητης κατασκευής ενός τουλάχιστον χωριστού δωματίου με προορισμό τη στέγαση νοικοκυριού, η μίας αντίστοιχης συλλογικής κατοικίας, πληθυσμού 50 μέχρι 1.999 κατοίκων, και με απόσταση κτισμάτων παραδοσιακού οικισμού, μέχρι 200 μ. ή 1000 μ. με εγκεκριμένο σχέδιο πόλης, και του οποίου η οικονομική αυτοτέλεια συντηρείται με τον Πρωτογενή τομέα της οικονομίας δηλ. γεωργία, κτηνοτροφία, και αλιεία ή και, συμπληρωματικά, με τον τουρισμό.

      Ο ορισμός αυτός είναι σύνθεση των εμπλεκόμενων όρων της Εθνικής Στατιστικής Υπηρεσίας[1] από το 2001, ώστε να προσεγγίσει εννοιολογικά την παραδοσιακή έννοια του χωριού, που έπαψε να υπάρχει 

      wikipedia