1. Έννοια
  2. Λόφος (Ελληνική)
  3. Γεωγραφικοί τύποι ονομάτων
  4. Greek
    • Ο λόφος είναι έξαρμα της γήινης επιφάνειας το οποίο υψώνεται πάνω από την περιβάλλουσα έκταση. Συνήθως έχει διακριτή κορυφή. Τα όρια ανάμεσα σε ένα λόφο και ένα βουνό είναι ασαφή και εν πολλοίς υποκειμενικά, αλλά ο λόφος θεωρείται λιγότερο ψηλός και απότομος απ' ό,τι ένα βουνό. Στο Ηνωμένο Βασίλειο, οι γεωγράφοι ιστορικά θεωρούν βουνά τους λόφους με ύψος πάνω από 1000 πόδια (300 μέτρα). Αντίθετα, οι αναρριχητές θεωρούν ως βουνά τις κορυφές με ύψος πάνω 610 μέτρα από την επιφάνεια της θάλασσας, ορισμό που έχει και το Oxford English Dictionary και το γεωγραφικό λεξικό του Whittow[1]. Η Μεγάλη Σοβιετική Εγκυκλοπαίδεια έχει ως ορισμό του λόφου κάθε επιφανειακό έξαρμα με σχετικό ύψος μέχρι 200 μέτρα.

      wikipedia